χρυσόθριξ

χρυσόθριξ
(-τριχος) ο , η см. χρυσομάλλης

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "χρυσόθριξ" в других словарях:

  • χρυσόθριξ — τριχος, ὁ, ἡ, Α (ποιητ. τ.) χρυσομάλλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + θριξ (< θρίξ, τριχός), πρβλ. πυκνό θριξ] …   Dictionary of Greek

  • χρυσ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χρυσός (Ι) και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση, αναφέρεται στον χρυσό ως μέταλλο (πρβλ. χρυσό διφρος, χρυσο σάνδαλος, χρυσο χόος), ότι έχει το χρώμα ή την… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»